τριετής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριετής η τριετής το τριετές
      γενική του τριετούς* της τριετούς του τριετούς
    αιτιατική τον τριετή την τριετή το τριετές
     κλητική τριετή(ς) τριετής τριετές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριετείς οι τριετείς τα τριετή
      γενική των τριετών των τριετών των τριετών
    αιτιατική τους τριετείς τις τριετείς τα τριετή
     κλητική τριετείς τριετείς τριετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τριετής < τρι- + -ετής

Επίθετο

τριετής

  1. αυτός που διαρκεί τρία έτη (τρία χρόνια), τρίχρονος
  2. αυτός που έχει ηλικία τριών ετών, τρίχρονος
  3. ο μαθητής που έμεινε στην ίδια τάξη για τρία χρόνια

Συνώνυμα

Συγγενικά

μονοετής διετής τριετής τετραετής πενταετής εξαετής επταετής / εφταετής οκταετής / οχταετής εννιαετής / εννεαετής δεκαετής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.