μονοετής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονοετής | η | μονοετής | το | μονοετές |
| γενική | του | μονοετούς* | της | μονοετούς | του | μονοετούς |
| αιτιατική | τον | μονοετή | τη | μονοετή | το | μονοετές |
| κλητική | μονοετή(ς) | μονοετής | μονοετές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονοετείς | οι | μονοετείς | τα | μονοετή |
| γενική | των | μονοετών | των | μονοετών | των | μονοετών |
| αιτιατική | τους | μονοετείς | τις | μονοετείς | τα | μονοετή |
| κλητική | μονοετείς | μονοετείς | μονοετή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μονοετής, -ής, -ές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.