-ετής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ετής η -ετής το -ετές
      γενική του -ετούς* της -ετούς του -ετούς
    αιτιατική τον -ετή τη(ν) -ετή το -ετές
     κλητική -ετή(ς) -ετής -ετές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ετείς οι -ετείς τα -ετή
      γενική των -ετών των -ετών των -ετών
    αιτιατική τους -ετείς τις -ετείς τα -ετή
     κλητική -ετείς -ετείς -ετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-ετής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -ετής < αρχαία ελληνική -έτης < ἔτος

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τής

Επίθημα

-ετής, -ής, -ές

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη έτος

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ετής στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.