τριετία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τριετία | οι | τριετίες |
| γενική | της | τριετίας | των | τριετιών |
| αιτιατική | την | τριετία | τις | τριετίες |
| κλητική | τριετία | τριετίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τριετία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τριετία.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε τρι- + -ετία (έτος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾi.eˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐ε‐τί‐α
Αναφορές
- τριετία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | τριετίᾱ | αἱ | τριετίαι |
| γενική | τῆς | τριετίᾱς | τῶν | τριετιῶν |
| δοτική | τῇ | τριετίᾳ | ταῖς | τριετίαις |
| αιτιατική | τὴν | τριετίᾱν | τὰς | τριετίᾱς |
| κλητική ὦ! | τριετίᾱ | τριετίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τριετίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τριετίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- πεντηκοντακαιτριέτης
- τρίετες
- τριετήρ
- τριετήρης
- τριετηρικός
- τριετηρίς
- τριέτηρος
- τριέτης
- τριετίζω
Πηγές
- τριετία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.