δεκαετής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δεκαετής | η | δεκαετής | το | δεκαετές |
| γενική | του | δεκαετούς* | της | δεκαετούς | του | δεκαετούς |
| αιτιατική | τον | δεκαετή | τη | δεκαετή | το | δεκαετές |
| κλητική | δεκαετή(ς) | δεκαετής | δεκαετές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δεκαετείς | οι | δεκαετείς | τα | δεκαετή |
| γενική | των | δεκαετών | των | δεκαετών | των | δεκαετών |
| αιτιατική | τους | δεκαετείς | τις | δεκαετείς | τα | δεκαετή |
| κλητική | δεκαετείς | δεκαετείς | δεκαετή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Συγγενικά
μονοετής διετής τριετής τετραετής πενταετής εξαετής επταετής / εφταετής οκταετής / οχταετής εννιαετής / εννεαετής δεκαετής εικοσαετής τριανταετής / τριακονταετής σαρανταετής / τεσσαρακονταετής πενηνταετής / πεντηκονταετής εξηνταετής / εξηκονταετής εβδομηνταετής / εβδομηκονταετής ογδονταετής / ογδοηκονταετής εννενηνταετής / εννενηκονταετής εκατονταετής
Μεταφράσεις
δεκαετής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.