τρεις
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρεις < αρχαία ελληνική τρεῖς <πρωτοελληνική *trees < πρωτοελληνική *tréhes < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tréyes (τρεις)
Επίθετο
τρεις αρσενικό ή θηλυκό, γενική: τριών (χωρίς παραθετικά)
- το αρσενικό και θηλυκό γένος του αριθμητικού επιθέτου τρία
- τρεις φίλοι και οι τρεις γυναίκες τους ξεκίνησαν για ταξίδι
- είναι τριών χρόνων
Εκφράσεις
- στις τρεις (η ώρα): Όταν το ρολόι δείχνει την τρίτη (ή την δέκατη πέμπτη) ώρα της ημέρας
- τρεις κι εξήντα
- τρεις κι ο κούκος
- τρεις το λάδι τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο
- Mια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.