μαθητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαθητής οι μαθητές
& μαθητάδες**
      γενική του μαθητή
& μαθητού*
των μαθητών
& μαθητάδων
    αιτιατική τον μαθητή τους μαθητές
& μαθητάδες
     κλητική μαθητή μαθητές
& μαθητάδες
* λόγιος τύπος σε επίσημο ή ειρωνικό ύφος λόγου
** οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, λαϊκότροποι
Κατηγορία όπως «καθηγητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαθητής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μαθητής < μανθάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mn̥(s)-dʰh₁- < *men- + *dʰeh₁-, < μάθημα + .τής

Ουσιαστικό

μαθητής αρσενικό (θηλυκό μαθήτρια)

  1. αυτός που παρακολουθεί τα μαθήματα ενός δασκάλου, που διδάσκεται από αυτόν
    ο Αλέξανδρος ήταν μαθητής του Αριστοτέλη
  2. αυτός που παρακολούθησε τη διδασκαλία ενός σημαντικού δασκάλου, επιστήμονα, φιλοσόφου, θρησκευτικού ηγέτη κλπ και συνεχίζει το έργο του
    οι μαθητές του Χριστού
  3. αυτός που φοιτά σε ένα σχολείο, δημοτικό, γυμνάσιο ή λύκειο

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.