επταετής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επταετής η επταετής το επταετές
      γενική του επταετούς* της επταετούς του επταετούς
    αιτιατική τον επταετή την επταετή το επταετές
     κλητική επταετή(ς) επταετής επταετές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επταετείς οι επταετείς τα επταετή
      γενική των επταετών των επταετών των επταετών
    αιτιατική τους επταετείς τις επταετείς τα επταετή
     κλητική επταετείς επταετείς επταετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επταετής < αρχαία ελληνική ἑπταετής / επτα- + -ετής  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

επταετής, -ής, -ές

  1. που διαρκεί επτά χρόνια
  2. που είναι εφτά ετών

Συνώνυμα

Συγγενικά

μονοετής διετής τριετής τετραετής πενταετής εξαετής επταετής / εφταετής οκταετής / οχταετής εννιαετής / εννεαετής δεκαετής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.