οκταετής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οκταετής η οκταετής το οκταετές
      γενική του οκταετούς* της οκταετούς του οκταετούς
    αιτιατική τον οκταετή την οκταετή το οκταετές
     κλητική οκταετή(ς) οκταετής οκταετές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οκταετείς οι οκταετείς τα οκταετή
      γενική των οκταετών των οκταετών των οκταετών
    αιτιατική τους οκταετείς τις οκταετείς τα οκταετή
     κλητική οκταετείς οκταετείς οκταετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οκταετής < αρχαία ελληνική ὀκταέτης / οκτα- + -ετής  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

οκταετής, -ής, -ές

  1. που έχει διάρκεια οκτώ ετών
    οκταετές συμβόλαιο
  2. που έχει ηλικία οκτώ ετών

Συνώνυμα

Συγγενικά

μονοετής διετής τριετής τετραετής πενταετής εξαετής επταετής / εφταετής οκταετής / οχταετής εννιαετής / εννεαετής δεκαετής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.