τρέμω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρέμω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρέμω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *trem- (τρέμω) < *ter- (αδύναμος, τρυφερός)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtɾe.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρέμω

Ρήμα

τρέμω, πρτ.: έτρεμα, σε ενεστώτα και παρατατικό ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. εμφανίζω ακούσιες κινήσεις σε διάφορα μέρη του σώματός μου, που οφείλονται σε φυσικά ή παθολογικά αίτια
      Όταν το χέρι τρέμει έντονα και ανεξέλεγκτα όταν το τεντώνουμε για να πιάσουμε κάτι, μπορεί να αποτελεί ένδειξη αταξίας - μίας διαταραχής που μερικές φορές σχετίζεται με την σκλήρυνση κατά πλάκας (πολλαπλή σκλήρυνση). Άλλα συμπτώματα αταξίας είναι η «μπερδεμένη» ομιλία και η αστάθεια στη βάδιση. (* εφημερίδα Το Βήμα)
  2. κινούμαι παλινδρομικά με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση
      Οι κάτοικοι της περιοχής αναφέρουν ότι η γη τρέμει κάτω από τα πόδια τους, καθώς καθημερινά εκδηλώνονται μικροσεισμοί. (enet.gr)
  3. (για φως ή λάμψη) τρεμοσβήνω
  4. (για φωνή) εμφανίζω ακούσιες διακυμάνσεις ή διακοπές
  5. (μεταφορικά) φοβάμαι (και -ενδεχομένως- αγωνιώ)
      Μέσα μου έτρεμα μα δεν τους έκανα το χατίρι να δείξω πανικό. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

  • τρεμίζω

Συγγενικά

Εκφράσεις

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τρέμω < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *trem- (τρέμω) < *ter- (αδύναμος, τρυφερός)

Ρήμα

τρέμω

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί) ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.