τρεμούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τρεμούλα | οι | τρεμούλες |
| γενική | της | τρεμούλας | — | |
| αιτιατική | την | τρεμούλα | τις | τρεμούλες |
| κλητική | τρεμούλα | τρεμούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- τρέμολο (μουσική)
- τρεμουλιάζω
- τρεμουλιάρης
- τρεμουλιάρικος
- τρεμούλιασμα
- τρεμουλιαστά
- τρεμουλιαστός
- → δείτε τη λέξη τρέμω
Μεταφράσεις
τρεμούλα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.