αγωνιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγωνιώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγωνιῶ, συνηρημένος τύπος του ἀγωνιάω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣo.niˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγωνιώ

Ρήμα

αγωνιώ μόνο στους εξακολουθητικούς χρόνους (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

Κλίση

(ελλειπτικό ρήμα) Ενεργητική φωνή:

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. αγωνιώ αγωνιούσα θα αγωνιώ να αγωνιώ αγωνιώντας
β' ενικ. αγωνιάς αγωνιούσες θα αγωνιάς να αγωνιάς
γ' ενικ. αγωνιά αγωνιούσε θα αγωνιά να αγωνιά
α' πληθ. αγωνιούμε αγωνιούσαμε θα αγωνιούμε να αγωνιούμε
β' πληθ. αγωνιάτε αγωνιούσατε θα αγωνιάτε να αγωνιάτε αγωνιάτε
γ' πληθ. αγωνιούν αγωνιούσαν θα αγωνιούν να αγωνιούν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.