shake
Αγγλικά (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | shake |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | shakes |
| αόριστος | shook |
| παθητική μετοχή | shaken |
| ενεργητική μετοχή | shaking |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
shake (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κουνώ, τρέμω, τρεμουλιάζω, κινούμαι ή κινώ κάποιον ή κάτι με σύντομες γρήγορες κινήσεις από πλευρά σε πλευρά ή πάνω-κάτω
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σφίγγω για χαιρετισμό, κάνω χειραψία, πιάνω το χέρι κάποιου και το μετακινώ πάνω-κάτω για να χαιρετήσω κάποιον ή για να δείξω ότι συμφωνώ σε κάτι
- ↪ They elbowed their way through to see who would be first to shake the winner’s hand.
- Διαγκωνίζονται ποιος θα σφίξει πρώτος το χέρι του νικητή.
- ↪ She refused to shake hands with her teammate.
- (Αυτή) αρνήθηκε να κάνει χειραψία με συμπαίκτριά της.
- ↪ They elbowed their way through to see who would be first to shake the winner’s hand.
- (αμετάβατο) τρέμω, κάνω σύντομες γρήγορες κινήσεις που δεν μπορώ να ελέγξω, για παράδειγμα επειδή κρυώνω ή φοβάμαι
- (μεταβατικό, όχι στα progressive tenses) συνταράζω, προκαλώ σε κάποιον πολύ μεγάλη ψυχική ταραχή
- ↪ The news shook us.
- Μας συντάραξε η είδηση.
- ↪ The news shook us.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.