τρέλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τρέλα | οι | τρέλες |
| γενική | της | τρέλας | των | τρελών |
| αιτιατική | την | τρέλα | τις | τρέλες |
| κλητική | τρέλα | τρέλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρέλα < τρελ(αίνω) + κατάληξη θηλυκού -α (αναδρομικός σχηματισμός) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtɾe.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρέ‐λα
Ουσιαστικό
τρέλα θηλυκό
- (ιατρική) παθολογική κατάσταση κατά την οποία διαταράσσεται η πνευματική ισορροπία και η λογική του ανθρώπου
- η απερίσκεπτη ενέργεια
- (στον πληθυντικό) οι απερισκεψίες
- ↪ Σταμάτα να κάνεις τρέλες και λογικέψου!
- (μεταφορικά) η ιδιοτροπία
- (μεταφορικά) το πάθος
- για κάτι που είναι πολύ όμορφο
- ↪ Αγόρασα ένα παλτουδάκι, τρέλα.
- δείτε και το #Επίρρημα
Εκφράσεις
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τρελός
-
τρέλα στα Βικιφθέγματα

Μεταφράσεις
πνευματική διαταραχή
Αναφορές
- τρέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.