θαυμάσια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θαυμάσια < θαυμάσιος

Επίρρημα

θαυμάσια

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

θαυμάσια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του θαυμάσιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του θαυμάσιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.