ιδιοτροπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδιοτροπία οι ιδιοτροπίες
      γενική της ιδιοτροπίας των ιδιοτροπιών
    αιτιατική την ιδιοτροπία τις ιδιοτροπίες
     κλητική ιδιοτροπία ιδιοτροπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιδιοτροπία < (ελληνιστική κοινή) ἰδιοτροπία

Ουσιαστικό

ιδιοτροπία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του ιδιότροπου
  2. ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ενός ανθρώπου, πράγματος ή κατάστασης που φαίνεται παράξενο ή ενοχλητικό ή/και απαιτεί ειδική αντιμετώπιση

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.