ιδιοτροπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιδιοτροπία | οι | ιδιοτροπίες |
| γενική | της | ιδιοτροπίας | των | ιδιοτροπιών |
| αιτιατική | την | ιδιοτροπία | τις | ιδιοτροπίες |
| κλητική | ιδιοτροπία | ιδιοτροπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιδιοτροπία < (ελληνιστική κοινή) ἰδιοτροπία
Ουσιαστικό
ιδιοτροπία θηλυκό
- η ιδιότητα του ιδιότροπου
- ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ενός ανθρώπου, πράγματος ή κατάστασης που φαίνεται παράξενο ή ενοχλητικό ή/και απαιτεί ειδική αντιμετώπιση
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.