μούρλια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μούρλια οι μούρλιες
      γενική της μούρλιας
    αιτιατική τη μούρλια τις μούρλιες
     κλητική μούρλια μούρλιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μούρλια < (αναδρομικός σχηματισμός) μουρλ(αίνω) + -ια

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmuɾ.ʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μούρλια

Ουσιαστικό

μούρλια θηλυκό

Επίθετο

μούρλια

  1. (προφορικό) πάρα πολύ ωραία
    μαγείρεψε κάτι φασολάκια μούρλια

Μεταφράσεις

 δείτε τη λέξη μούρλα

Αναφορές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.