θαύμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θαύμα τα θαύματα
      γενική του θαύματος των θαυμάτων
    αιτιατική το θαύμα τα θαύματα
     κλητική θαύμα θαύματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θαύμα αρχαία ελληνική < θαῦμα

Ουσιαστικό

θαύμα και θάμα ουδέτερο

  1. ένα παράξενο και απρόσμενο γεγονός στο οποίο αποδίδεται μια θετική θεϊκή επέμβαση
  2. (μεταφορικά) κάτι που ξαφνιάζει και προκαλεί χαρά

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.