τράτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τράτα οι τράτες
      γενική της τράτας των τρατών
    αιτιατική την τράτα τις τράτες
     κλητική τράτα τράτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τράτα (καΐκι) και τράτα (δίχτυ)

Ετυμολογία

τράτα < (άμεσο δάνειο) βενετική trata < ιταλική tratto < λατινική tractus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος traho < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tragʰ- (σύρω, τραβώ) / *dʰerāgʰ-

Ουσιαστικό

τράτα θηλυκό

  1. το αλιευτικό δίχτυ σχήματος κώνου, που ρίχνεται στα βαθιά της θάλασσας
  2. το επαγγελματικό σκάφος αλιείας (καΐκι) που ψαρεύει με τράτα
  3. ένα είδος παραδοσιακού χορού

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.