ψαρότρατα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψαρότρατα | οι | ψαρότρατες |
| γενική | της | ψαρότρατας | των | ψαροτρατών |
| αιτιατική | την | ψαρότρατα | τις | ψαρότρατες |
| κλητική | ψαρότρατα | ψαρότρατες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ψαρότρατα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.