ψαρότρατα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψαρότρατα οι ψαρότρατες
      γενική της ψαρότρατας των ψαροτρατών
    αιτιατική την ψαρότρατα τις ψαρότρατες
     κλητική ψαρότρατα ψαρότρατες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψαρότρατα < ψάρ(ι) + -ό- + τράτα (< βενετικά trata)

Ουσιαστικό

ψαρότρατα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.