ψαρεύω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /psaˈɾe.vo/
Ρήμα
ψαρεύω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ψαρεύω | ψάρευα | θα ψαρεύω | να ψαρεύω | ψαρεύοντας | |
| β' ενικ. | ψαρεύεις | ψάρευες | θα ψαρεύεις | να ψαρεύεις | ψάρευε | |
| γ' ενικ. | ψαρεύει | ψάρευε | θα ψαρεύει | να ψαρεύει | ||
| α' πληθ. | ψαρεύουμε | ψαρεύαμε | θα ψαρεύουμε | να ψαρεύουμε | ||
| β' πληθ. | ψαρεύετε | ψαρεύατε | θα ψαρεύετε | να ψαρεύετε | ψαρεύετε | |
| γ' πληθ. | ψαρεύουν(ε) | ψάρευαν ψαρεύαν(ε) |
θα ψαρεύουν(ε) | να ψαρεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ψάρεψα | θα ψαρέψω | να ψαρέψω | ψαρέψει | ||
| β' ενικ. | ψάρεψες | θα ψαρέψεις | να ψαρέψεις | ψάρεψε | ||
| γ' ενικ. | ψάρεψε | θα ψαρέψει | να ψαρέψει | |||
| α' πληθ. | ψαρέψαμε | θα ψαρέψουμε | να ψαρέψουμε | |||
| β' πληθ. | ψαρέψατε | θα ψαρέψετε | να ψαρέψετε | ψαρέψτε | ||
| γ' πληθ. | ψάρεψαν ψαρέψαν(ε) |
θα ψαρέψουν(ε) | να ψαρέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ψαρέψει | είχα ψαρέψει | θα έχω ψαρέψει | να έχω ψαρέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις ψαρέψει | είχες ψαρέψει | θα έχεις ψαρέψει | να έχεις ψαρέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει ψαρέψει | είχε ψαρέψει | θα έχει ψαρέψει | να έχει ψαρέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ψαρέψει | είχαμε ψαρέψει | θα έχουμε ψαρέψει | να έχουμε ψαρέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε ψαρέψει | είχατε ψαρέψει | θα έχετε ψαρέψει | να έχετε ψαρέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ψαρέψει | είχαν ψαρέψει | θα έχουν ψαρέψει | να έχουν ψαρέψει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.