τραβώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τραβώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τραβῶ → και δείτε τη λέξη τραβάω
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾaˈvo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρα‐βό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.