μπαλαντέρ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπαλαντέρ < γαλλική baladeur (περιφερόμενος)
μπαλαντέρ παλιάς τράπουλας

Ουσιαστικό

μπαλαντέρ ουδέτερο άκλιτο

  1. τραπουλόχαρτο που χρησιμοποιείται στη θέση οποιοδήποτε άλλου, έχοντας την ικανότητα να τα υποκαθιστά
  2. (πληροφορική) (ανεπίσημο) το σύμβολο υποκατάστασης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.