αναδιανομή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναδιανομή οι αναδιανομές
      γενική της αναδιανομής των αναδιανομών
    αιτιατική την αναδιανομή τις αναδιανομές
     κλητική αναδιανομή αναδιανομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναδιανομή < ανα- + διανομή

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.ði̯a.noˈmi/ & /a.na.ðʝa.noˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναδιανομή

Ουσιαστικό

αναδιανομή θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.