άσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | άσος | οι | άσοι |
| γενική | του | άσου | των | άσων |
| αιτιατική | τον | άσο | τους | άσους |
| κλητική | άσε | άσοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐σος
Ουσιαστικό
άσος αρσενικό
Εκφράσεις
- ένας άσος στο μανίκι ή ένα κρυμμένος άσος: ένα πλεονέκτημα που κρατιέται κρυφό για να εμφανιστεί την κατάλληλη στιγμή και να αιφνιδιάσει έναν αντίπαλο, ή να αποκτηθεί ο έλεγχος μιας κατάστασης.
- μένω στον άσο: αποτυγχάνω και πρέπει να ξαναρχίσω από την αρχή
Μεταφράσεις
- άσος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- άσος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.