εδαφωνύμιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εδαφωνύμιο τα εδαφωνύμια
      γενική του εδαφωνύμιου
& εδαφωνυμίου
των εδαφωνύμιων
& εδαφωνυμίων
    αιτιατική το εδαφωνύμιο τα εδαφωνύμια
     κλητική εδαφωνύμιο εδαφωνύμια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εδαφωνύμιο < έδαφος + -ωνύμιο

Ουσιαστικό

εδαφωνύμιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.