οικωνύμιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οικωνύμιο | τα | οικωνύμια |
| γενική | του | οικωνύμιου & οικωνυμίου |
των | οικωνύμιων & οικωνυμίων |
| αιτιατική | το | οικωνύμιο | τα | οικωνύμια |
| κλητική | οικωνύμιο | οικωνύμια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.koˈni.mi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐κω‐νύ‐μι‐ο
Πηγές
- Συμεωνίδης, Χαράλαμπος (2010) Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων, τόμοι1-2. Λευκωσία: Κέντρο Μελετών Ι.Μ. Κύκκου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.