μακροτοπωνύμιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μακροτοπωνύμιο | τα | μακροτοπωνύμια |
| γενική | του | μακροτοπωνύμιου & μακροτοπωνυμίου |
των | μακροτοπωνύμιων & μακροτοπωνυμίων |
| αιτιατική | το | μακροτοπωνύμιο | τα | μακροτοπωνύμια |
| κλητική | μακροτοπωνύμιο | μακροτοπωνύμια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μακροτοπωνύμιο ουδέτερο
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
μακροτοπωνύμιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.