ζωωνύμιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζωωνύμιο | τα | ζωωνύμια |
| γενική | του | ζωωνυμίου & ζωωνύμιου |
των | ζωωνυμίων |
| αιτιατική | το | ζωωνύμιο | τα | ζωωνύμια |
| κλητική | ζωωνύμιο | ζωωνύμια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζωωνύμιο < ζω(ο)- + -ωνύμιο
Προφορά
- ΔΦΑ : /zo.oˈni.mi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζω‐ο‐νύ‐μι‐ο
Ουσιαστικό
ζωωνύμιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
ζωωνύμιο
|
|
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.