τμηματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τμηματικός η τμηματική το τμηματικό
      γενική του τμηματικού της τμηματικής του τμηματικού
    αιτιατική τον τμηματικό την τμηματική το τμηματικό
     κλητική τμηματικέ τμηματική τμηματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τμηματικοί οι τμηματικές τα τμηματικά
      γενική των τμηματικών των τμηματικών των τμηματικών
    αιτιατική τους τμηματικούς τις τμηματικές τα τμηματικά
     κλητική τμηματικοί τμηματικές τμηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τμηματικός < τμήμα + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /tmi.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τμηματικός

Επίθετο

τμηματικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με κάποιο τμήμα ή αναφέρεται σ’ αυτό
  2. που γίνεται ανά τμήματα κι όχι ολοκληρωμένο εξ αρχής

Συγγενικά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.