βαθμιαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαθμιαίος | η | βαθμιαία | το | βαθμιαίο |
| γενική | του | βαθμιαίου | της | βαθμιαίας | του | βαθμιαίου |
| αιτιατική | τον | βαθμιαίο | τη | βαθμιαία | το | βαθμιαίο |
| κλητική | βαθμιαίε | βαθμιαία | βαθμιαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαθμιαίοι | οι | βαθμιαίες | τα | βαθμιαία |
| γενική | των | βαθμιαίων | των | βαθμιαίων | των | βαθμιαίων |
| αιτιατική | τους | βαθμιαίους | τις | βαθμιαίες | τα | βαθμιαία |
| κλητική | βαθμιαίοι | βαθμιαίες | βαθμιαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαθμιαίος < βαθμός + -ιαίος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική graduel)
Επίθετο
βαθμιαίος, -α, -ο
- που εξελίσσεται βήμα προς βήμα, με έναν σταθερό αλλά όχι πολύ γρήγορο ρυθμό
- αναμένεται βαθμιαία βελτίωση (ή επιδείνωση) των καιρικών συνθηκών
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.