κλιμακούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κλιμακούμενος | η | κλιμακούμενη | το | κλιμακούμενο |
| γενική | του | κλιμακούμενου | της | κλιμακούμενης | του | κλιμακούμενου |
| αιτιατική | τον | κλιμακούμενο | την | κλιμακούμενη | το | κλιμακούμενο |
| κλητική | κλιμακούμενε | κλιμακούμενη | κλιμακούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κλιμακούμενοι | οι | κλιμακούμενες | τα | κλιμακούμενα |
| γενική | των | κλιμακούμενων | των | κλιμακούμενων | των | κλιμακούμενων |
| αιτιατική | τους | κλιμακούμενους | τις | κλιμακούμενες | τα | κλιμακούμενα |
| κλητική | κλιμακούμενοι | κλιμακούμενες | κλιμακούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κλιμακούμενος < λόγια μετοχή παθητικού ενεστώτα κλιμακώνομαι
Μετοχή
κλιμακούμενος, -η, -ο
- που ακολουθεί κλιμάκωση, που είναι κλιμακωτός
- κλιμακούμενα επιτόκια
- που κορυφώνεται, οξύνεται, γίνεται όλο και πιο δύσκολος, έντονος, παιρνει μεγαλύτερες διαστάσεις
- H Ισπανία προσπαθεί να ελέγξει την κλιμακούμενη τραπεζική κρίση
- κλιμακούμενα ελλείμματα/ κλιμακούμενες εχθροπραξίες
- Κλιμακούμενης δυσκολίας τα θέματα της Χημεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.