κλιμακωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλιμακωτός η κλιμακωτή το κλιμακωτό
      γενική του κλιμακωτού της κλιμακωτής του κλιμακωτού
    αιτιατική τον κλιμακωτό την κλιμακωτή το κλιμακωτό
     κλητική κλιμακωτέ κλιμακωτή κλιμακωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλιμακωτοί οι κλιμακωτές τα κλιμακωτά
      γενική των κλιμακωτών των κλιμακωτών των κλιμακωτών
    αιτιατική τους κλιμακωτούς τις κλιμακωτές τα κλιμακωτά
     κλητική κλιμακωτοί κλιμακωτές κλιμακωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κλιμακωτός < αρχαία ελληνική κλιμακωτός

Επίθετο

κλιμακωτός, -ός, -ή

  1. που είναι κατασκευασμένος με βαθμίδες
  2. που η έντασή του ή η ποσότητά του αυξάνεται ή μειώνεται βαθμιαία
    κλιμακωτό σχήμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κλιμακωτός < κλῖμαξ

Επίθετο

κλιμακωτός, -ή, -όν

  1. φτιαγμένος με βαθμίδες, όπως μιας σκάλας
    κλιμακωτή πρόσβασις
  2. (ρητορική) κλιμακωτόν σχῆμα: σχήμα του λόγου κατά το οποίο η ένταση ή η ποσότητα αυξάνεται ή μειώνεται βαθμιαία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.