κλιμακωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κλιμακωτός | η | κλιμακωτή | το | κλιμακωτό |
| γενική | του | κλιμακωτού | της | κλιμακωτής | του | κλιμακωτού |
| αιτιατική | τον | κλιμακωτό | την | κλιμακωτή | το | κλιμακωτό |
| κλητική | κλιμακωτέ | κλιμακωτή | κλιμακωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κλιμακωτοί | οι | κλιμακωτές | τα | κλιμακωτά |
| γενική | των | κλιμακωτών | των | κλιμακωτών | των | κλιμακωτών |
| αιτιατική | τους | κλιμακωτούς | τις | κλιμακωτές | τα | κλιμακωτά |
| κλητική | κλιμακωτοί | κλιμακωτές | κλιμακωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κλιμακωτός < αρχαία ελληνική κλιμακωτός
Επίθετο
κλιμακωτός, -ός, -ή
- που είναι κατασκευασμένος με βαθμίδες
- που η έντασή του ή η ποσότητά του αυξάνεται ή μειώνεται βαθμιαία
- κλιμακωτό σχήμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κλιμακωτός < κλῖμαξ
Επίθετο
κλιμακωτός, -ή, -όν
- φτιαγμένος με βαθμίδες, όπως μιας σκάλας
- κλιμακωτή πρόσβασις
- (ρητορική) κλιμακωτόν σχῆμα: σχήμα του λόγου κατά το οποίο η ένταση ή η ποσότητα αυξάνεται ή μειώνεται βαθμιαία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.