αποσπασματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποσπασματικός | η | αποσπασματική | το | αποσπασματικό |
| γενική | του | αποσπασματικού | της | αποσπασματικής | του | αποσπασματικού |
| αιτιατική | τον | αποσπασματικό | την | αποσπασματική | το | αποσπασματικό |
| κλητική | αποσπασματικέ | αποσπασματική | αποσπασματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποσπασματικοί | οι | αποσπασματικές | τα | αποσπασματικά |
| γενική | των | αποσπασματικών | των | αποσπασματικών | των | αποσπασματικών |
| αιτιατική | τους | αποσπασματικούς | τις | αποσπασματικές | τα | αποσπασματικά |
| κλητική | αποσπασματικοί | αποσπασματικές | αποσπασματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποσπασματικός < απόσπασμα, (μεταφραστικό δάνειο) από τη γαλλική fragmentaire
Επίθετο
αποσπασματικός -ή -ό
- που περιέχει μόνο αποσπάσματα από κάποιο έργο και όχι το σύνολο
- οι αναφορές που έγιναν ήταν εντελώς αποσπασματικές και δεν έδιναν την πλήρη εικόνα των γεγονότων
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.