αποσπασματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσπασματικός η αποσπασματική το αποσπασματικό
      γενική του αποσπασματικού της αποσπασματικής του αποσπασματικού
    αιτιατική τον αποσπασματικό την αποσπασματική το αποσπασματικό
     κλητική αποσπασματικέ αποσπασματική αποσπασματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσπασματικοί οι αποσπασματικές τα αποσπασματικά
      γενική των αποσπασματικών των αποσπασματικών των αποσπασματικών
    αιτιατική τους αποσπασματικούς τις αποσπασματικές τα αποσπασματικά
     κλητική αποσπασματικοί αποσπασματικές αποσπασματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποσπασματικός < απόσπασμα, (μεταφραστικό δάνειο) από τη γαλλική fragmentaire

Επίθετο

αποσπασματικός -ή -ό

  1. που περιέχει μόνο αποσπάσματα από κάποιο έργο και όχι το σύνολο
    οι αναφορές που έγιναν ήταν εντελώς αποσπασματικές και δεν έδιναν την πλήρη εικόνα των γεγονότων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.