τζούφιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τζούφιος | η | τζούφια | το | τζούφιο |
| γενική | του | τζούφιου | της | τζούφιας | του | τζούφιου |
| αιτιατική | τον | τζούφιο | την | τζούφια | το | τζούφιο |
| κλητική | τζούφιε | τζούφια | τζούφιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τζούφιοι | οι | τζούφιες | τα | τζούφια |
| γενική | των | τζούφιων | των | τζούφιων | των | τζούφιων |
| αιτιατική | τους | τζούφιους | τις | τζούφιες | τα | τζούφια |
| κλητική | τζούφιοι | τζούφιες | τζούφια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τζούφιος < ζούφιος με ηχηροποίηση [z] > [d͡z] < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζοφός < αρχαία ελληνική σομφός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈd͡zu.fços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζού‐φιος
Επίθετο
τζούφιος, -α, -ο
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που στο εσωτερικό του δεν έχει τίποτα ή αυτό που έχει είναι κούφιο ή ζαρωμένο
- ζούφιος
- ζουφός
Συγγενικά
- ζουφάδα
- ζούφιος
- ζουφός
- τζουφάδα
- → δείτε τη λέξη σομφός αρχαία ελληνική
Αναφορές
- τζούφιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.