τίποτα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τίποτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τίποτα / τίποτε < αρχαία ελληνική τί ποτε < τίπτε[1]

Αντωνυμία

τίποτα άκλιτο & τίποτε

  1. (σε φράση με άρνηση) ούτε το παραμικρό, ούτε το ελάχιστο, το αντίθετο του κάτι
    δεν ζήτησε τίποτε;
    τίποτε δεν αγόρασε
    δεν θέλω τίποτα
  2. σε ερώτηση όπου δεν υπάρχει άρνηση, σημαίνει:
    αγόρασες τίποτε;
    είναι τίποτε αυτός;
  3. (ουσιαστικοποιημένο) το παραμικρό, το ελάχιστο, το μηδαμινό
    φτιάχνει ιστορίες από το τίποτα

Παράγωγα

Σημειώσεις

Το τίποτε ετυμολογικά είναι ορθότερο, αλλά η μορφή τίποτα εμφανίζεται συχνότερα στον σημερινό καθημερινό, τον λόγιο και τον γραπτό λόγο.

Εκφράσεις

  • τίποτε άλλο, τίποτ' άλλο
  • τίποτε άλλο; ή άλλο τίποτα;: κάτι τι περισσότερο
  • με τίποτα, με τίποτε:
    • για κανένα αντάλλαγμα
    • για επιπλέον αντάλλαγμα
    • με κανέναν τρόπο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.