εσωτερικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εσωτερικό τα εσωτερικά
      γενική του εσωτερικού των εσωτερικών
    αιτιατική το εσωτερικό τα εσωτερικά
     κλητική εσωτερικό εσωτερικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εσωτερικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εσωτερικός

Ουσιαστικό

εσωτερικό ουδέτερο

  1. το μέρος που βρίσκεται σε εσωτερικό χώρο
  2. ολόκληρη η επικράτεια ενός κράτους

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

εσωτερικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.