κούφιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κούφιο τα κούφια
      γενική του κούφιου των κούφιων
    αιτιατική το κούφιο τα κούφια
     κλητική κούφιο κούφια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κούφιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κούφιος (αναφορά στην κάννη του όπλου)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

κούφιο ουδέτερο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κούφιο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του κούφιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του κούφιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.