ηχηροποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηχηροποίηση οι ηχηροποιήσεις
      γενική της ηχηροποίησης* των ηχηροποιήσεων
    αιτιατική την ηχηροποίηση τις ηχηροποιήσεις
     κλητική ηχηροποίηση ηχηροποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηχηροποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηχηροποίηση < ηχηρ(ός) + -ο- + -ποίη(σις) -ποίηση, γαλλική sonorisation[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.çi.ɾoˈpi.i.si/

Ουσιαστικό

ηχηροποίηση θηλυκό

Αντώνυμα

Παράγωγα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.