τεκτονικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεκτονικός η τεκτονική το τεκτονικό
      γενική του τεκτονικού της τεκτονικής του τεκτονικού
    αιτιατική τον τεκτονικό την τεκτονική το τεκτονικό
     κλητική τεκτονικέ τεκτονική τεκτονικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεκτονικοί οι τεκτονικές τα τεκτονικά
      γενική των τεκτονικών των τεκτονικών των τεκτονικών
    αιτιατική τους τεκτονικούς τις τεκτονικές τα τεκτονικά
     κλητική τεκτονικοί τεκτονικές τεκτονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τεκτονικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τεκτονικός < τέκτων τεκτον- + -ικός < πρωτοελληνική *téktōn < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tetḱō < *tetḱ- (παράγω, δημιουργώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /te.kto.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τεκτονικός

Επίθετο

τεκτονικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τον τέκτονα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. που έχει σχέση με τον ελευθεροτέκτονα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
     συνώνυμα: μασονικός
  3. (γεωλογία) που έχει σχέση με τον στερεό φλοιό της γης και τη δομή του ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.