μασονικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μασονικός η μασονική το μασονικό
      γενική του μασονικού της μασονικής του μασονικού
    αιτιατική τον μασονικό τη μασονική το μασονικό
     κλητική μασονικέ μασονική μασονικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μασονικοί οι μασονικές τα μασονικά
      γενική των μασονικών των μασονικών των μασονικών
    αιτιατική τους μασονικούς τις μασονικές τα μασονικά
     κλητική μασονικοί μασονικές μασονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

Ετυμολογία

μασονικός < μασόν(ος) + -ικός

Επίθετο

μασονικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.