τεκτονική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τεκτονική | οι | τεκτονικές |
| γενική | της | τεκτονικής | των | τεκτονικών |
| αιτιατική | την | τεκτονική | τις | τεκτονικές |
| κλητική | τεκτονική | τεκτονικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τεκτονική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τεκτονική θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
τεκτονική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του τεκτονικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.