τσούρμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσούρμο τα τσούρμα
      γενική του τσούρμου των τσούρμων
    αιτιατική το τσούρμο τα τσούρμα
     κλητική τσούρμο τσούρμα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσούρμο < ιταλική ciurma / γενοβέζικα ciusma < λατινική celeusma < αρχαία ελληνική κέλευσμα (αντιδάνειο) < κελεύω

Ουσιαστικό

τσούρμο ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος) το πλήρωμα ενός πλοίου (επί τουρκοκρατίας), όρος που υφίσταται και σήμερα για πλήρωμα αλιευτικού
  2. (μεταφορικά) πλήθος ανθρώπων
    παντρεύτηκαν κι έκαναν ένα τσούρμο παιδιά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.