Νταϊφάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Νταϊφάς | οι | Νταϊφάδες |
| γενική | του | Νταϊφά | των | Νταϊφάδων |
| αιτιατική | τον | Νταϊφά | τους | Νταϊφάδες |
| κλητική | Νταϊφά | Νταϊφάδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς (κλίση: ψαράς)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Νταϊφάς < νταϊφάς
-
Σταύρος Νταϊφάς στη Βικιπαίδεια
(1927-2014), Έλληνας εφοπλιστής και ποδοσφαιρικός παράγοντας
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Даифас
- λατινικοί χαρακτήρες: Daifas, Daïfas
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.