Ταϊφάκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ταϊφάκος | οι | Ταϊφάκοι |
| γενική | του | Ταϊφάκου | των | Ταϊφάκων |
| αιτιατική | τον | Ταϊφάκο | τους | Ταϊφάκους |
| κλητική | Ταϊφάκο | Ταϊφάκοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Taifakos, Taïfakos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.