τάλας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ταλᾰν- | |||||||
| ονομαστική | ὁ | τάλᾱς | ἡ | τάλαινᾰ | τὸ | τάλᾰν | |
| γενική | τοῦ | τάλᾰνος | τῆς | ταλαίνης | τοῦ | τάλᾰνος | |
| δοτική | τῷ | τάλᾰνῐ | τῇ | ταλαίνῃ | τῷ | τάλᾰνῐ | |
| αιτιατική | τὸν | τάλᾰνᾰ | τὴν | τάλαινᾰν | τὸ | τάλᾰν | |
| κλητική ὦ! | τάλᾰν | τάλαινᾰ | τάλᾰν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
| ονομαστική | οἱ | τάλᾰνες | αἱ | τάλαιναι | τὰ | τάλᾰνᾰ | |
| γενική | τῶν | ταλᾰ́νων | τῶν | ταλαίνων | τῶν | ταλᾰ́νων | |
| δοτική | τοῖς | τάλᾰσῐ(ν) | ταῖς | ταλαίναις | τοῖς | τάλᾰσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τοὺς | τάλᾰνᾰς | τὰς | ταλαίνᾱς | τὰ | τάλᾰνᾰ | |
| κλητική ὦ! | τάλᾰνες | τάλαιναι | τάλᾰνᾰ | ||||
| δυϊκός | |||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τάλᾰνε | τὼ | ταλαίνᾱ | τὼ | τάλᾰνε | |
| γεν-δοτ | τοῖν | ταλᾰ́νοιν | τοῖν | ταλαίναιν | τοῖν | ταλᾰ́νοιν | |
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέλας' όπως «μέλας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | |||||||
Ετυμολογία
- τάλας < τλάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *telh₂-
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τλάω
- (καθαρεύουσα) [1]
- ※ […] κρύπτουσα την κεφαλήν η τάλαινα μήτηρ μου αφέθη τότε ολόκληρος εις της λύπης την κυριότητα […] (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)
Αναφορές
- τάλας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- τάλας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τάλας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.