παιδεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παιδεμένος η παιδεμένη το παιδεμένο
      γενική του παιδεμένου της παιδεμένης του παιδεμένου
    αιτιατική τον παιδεμένο την παιδεμένη το παιδεμένο
     κλητική παιδεμένε παιδεμένη παιδεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παιδεμένοι οι παιδεμένες τα παιδεμένα
      γενική των παιδεμένων των παιδεμένων των παιδεμένων
    αιτιατική τους παιδεμένους τις παιδεμένες τα παιδεμένα
     κλητική παιδεμένοι παιδεμένες παιδεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παιδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παιδεύω

Μετοχή

παιδεμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.