ταλαιπωρούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
ταλαιπωρούμαι < ταλαιπωρώ
Ρήμα
ταλαιπωρούμαι
- κουράζομαι πολύ, σωματικά ή ψυχικά
- Ταλαιπωρείσαι πολύ, ξεκουράσου και λίγο!
Συγγενικά
Συνώνυμα
- βασανίζομαι
- καταπονούμαι
- κουράζομαι
- παιδεύομαι
- τυραννιέμαι
Μεταφράσεις
ταλαιπωρούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.