ταγματάρχης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ταγματάρχης | οι | ταγματάρχες |
| γενική | του του/της |
ταγματάρχη ταγματάρχου |
των | ταγματαρχών |
| αιτιατική | τον/την | ταγματάρχη | τους/τις | ταγματάρχες |
| κλητική | ταγματάρχη (ταγματάρχα) |
ταγματάρχες | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης». Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταγματάρχης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ταγματάρχης < (τάγμα), τάγματ(ος) + -άρχης
Ουσιαστικό
ταγματάρχης αρσενικό ή θηλυκό
- (στρατιωτικός βαθμός) ανώτερος αξιωματικός του στρατού ξηράς με βαθμό ανώτερο του λοχαγού και κατώτερο του αντισυνταγματάρχη. Είναι διοικητής τάγματος.
- συντομογραφία: τχης
- Ταγματάρχης (επώνυμο)
- αντισυνταγματάρχης (↑ανώτερος)
- υποταγματάρχης
- επιλοχαγός
- λοχαγός (↓κατώτερος)
- πρωθυπολοχαγός
- επίατρος (υγειονομικό)
- επίλαρχος (ιππικό / τεθωρακισμένα)
- πλωτάρχης (πολεμικό ναυτικό / λιμενικό σώμα)
- επισμηναγός (πολεμική αεροπορία)
- γενική προϊσταμένη (αδελφές νοσοκόμες)
- δικαστικός σύμβουλος Γ΄ (δικαστικό)
- αστυνόμος Α΄ (αστυνομία)
- επιπυραγός (πυροσβεστική)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ταγματάρχης | οἱ | ταγματάρχαι | ||||
| γενική | τοῦ | ταγματάρχου | τῶν | ταγματαρχῶν | ||||
| δοτική | τῷ | ταγματάρχῃ | τοῖς | ταγματάρχαις | ||||
| αιτιατική | τὸν | ταγματάρχην | τοὺς | ταγματάρχᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | ταγματάρχᾰ | ταγματάρχαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ταγματάρχᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ταγματάρχαιν | ||||||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- ταγματάρχης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.