επιπυραγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η επιπυραγός οι επιπυραγοί
      γενική του/της επιπυραγού των επιπυραγών
    αιτιατική τον/την επιπυραγό τους/τις επιπυραγούς
     κλητική επιπυραγέ επιπυραγοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιπυραγός < επι- + πυραγός

Ουσιαστικό

επιπυραγός αρσενικό ή θηλυκό

  • (βαθμός πυροσβεστικής) ο χαμηλότερος βαθμός ανώτερου αξιωματικού στην πυροσβεστική υπηρεσία, που αντιστοιχεί στον ταγματάρχη του στρατού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.